- προνοιάριος
- ὁ, Μο κάτοχος βυζαντινής πρόνοιας, δηλαδή μεγάλης έκτασης γης που τού παραχωρούσε η αυτοκρατορία ως ισόβιο προνόμιο και με ορισμένη αποστολή και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως λ.χ. τον εποικισμό τής περιοχής, την περιφρούρησή της, την προσφορά στον αυτοκρατορικό στρατό ορισμένου αριθμού εξοπλισμένων ανδρών, την καταβολή ενός ποσοστού τής παραγωγής στο κράτος κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.