προνοιάριος

προνοιάριος
ὁ, Μ
ο κάτοχος βυζαντινής πρόνοιας, δηλαδή μεγάλης έκτασης γης που τού παραχωρούσε η αυτοκρατορία ως ισόβιο προνόμιο και με ορισμένη αποστολή και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως λ.χ. τον εποικισμό τής περιοχής, την περιφρούρησή της, την προσφορά στον αυτοκρατορικό στρατό ορισμένου αριθμού εξοπλισμένων ανδρών, την καταβολή ενός ποσοστού τής παραγωγής στο κράτος κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προνοητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. προνοήτρια Μ, και προνοετής Α [προνοῶ] νεοελλ. μσν. 1. (κατά τη βενετοκρατία) διοικητής κάθε μιας από τις Ιονίους Νήσους ο οποίος εκλεγόταν ανά διετία από τη βενετική σύγκλητο και είχε στρατιωτική και πολιτική εξουσία 2. προνοιάριος* …   Dictionary of Greek

  • προνοιάζω — Μ (στο Βυζάντιο) 1. παραχωρώ σε κάποιον πρόνοια, τιμάριο («τὸν Μισέρ Ὄτον ντε Ντουρνᾱ ἐπρονοίασεν ὡσαύτως / νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα», Χρον. Μoρ.) 2. παθ. προνοιάζομαι ορίζομαι προνοιάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόνοια «τιμάριο, φέουδο»] …   Dictionary of Greek

  • προνοιάτορας — και προνοιατόρος, ὁ, Μ ο προνοιάριος («τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας ὀφείλει ὁ προνοιάτορας νὰ ἔνι ὅπου θέλει», Χρον. Μoρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προνοιάζω + επίθημα τωρ, τορος (πρβλ. εισπράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”